αγκώνω

αγκώνω
1. μετ. переполнять, наполнять до отказа;
2. αμετ. переедать, набивать живот; наедаться до тошноты, объедаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγκώνω" в других словарях:

  • αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ …   Dictionary of Greek

  • άγκωμα — το [αγκώνω] 1. όγκωμα, εξόγκωμα, φούσκωμα 2. φούσκωμα στο στομάχι από πολυφαγία και δυσπεψία …   Dictionary of Greek

  • αγκομαχώ — ( άω) 1. αναπνέω με δυσκολία, λαχανιάζω, ασθμαίνω 2. ψυχομαχώ 3. αναστενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + παραγ. κατάληξη μαχώ. ΠΑΡ. αγκομάχημα, αγκομαχητό] …   Dictionary of Greek

  • αγκοφορώ — 1. ανασαίνω δύσκολα ή λαχανιασμένα 2. αγκομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνω + επιτατ. κατάληξη φορώ, ανάλογη προς τις καταλήξεις μανώ, μαχώ, κοπώ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»